- Κρακοβία
- η г. Краков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κρακοβία — (Krakόw). Πόλη (740.737 κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (διοικητική περιφέρεια) Μαλοπόλσκι (15.144 τ. χλμ., 3.226.611 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στους πρόποδες των Καρπαθίων και κατά μήκος του Βιστούλα, σε υψόμετρο … Dictionary of Greek
Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: I–L — v · d · … Wikipedia
Βιστούλας — (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος του Ντάντσιχ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει… … Dictionary of Greek
Γαλικία — (Galicia). Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης. 1. Ιστορική γεωγραφική περιοχή (πολων. Galicja, ουκρ. Halychyna, 83.740 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, διαμοιρασμένη σήμερα μεταξύ της Πολωνίας και της Ουκρανίας . Γνωστή παλαιότερα ως Ερυθρά Ρωσία… … Dictionary of Greek
Ίνφελντ, Λέοπολντ — (Leopold Infeld, Κρακοβία 1898 – Βαρσοβία 1968). Πολωνός φυσικός. Σπούδασε στο Βερολίνο και στην Κρακοβία, όπου πήρε το δίπλωμά του το 1921. Διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου και αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άβοφ, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κοσιούσκο, Ταντέους — (Thaddeus Kosciuszko, Μερετσοφσίζνια, Λιθουανία 1746 – Σολοτούρν, Ελβετία 1817). Πολωνός στρατιωτικός. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Βαρσοβίας και αργότερα στο Παρίσι, απ’ όπου μετέβη στην Αμερική το 1776. Εκεί παρουσιάστηκε στον Τζορτζ… … Dictionary of Greek
Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… … Wikipedia
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek